- έξω
- έξω και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα).1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω από την ταυτότητα χρειάζεται και εκλογικό βιβλιάριο. γ. αποτροπή (μακριά): Έξω από τη μανίκα μου, κι ας είναι κι η μανίτσα μου (παροιμ.).2. απόλυτα με ρήμα σημαίνει, α. στο εξωτερικό μέρος ενός τόπου, όχι μέσα: Βγήκε έξω. β. στο εξωτερικό, στην ξενιτιά, στην αλλοδαπή: Σπούδασε έξω.3. απόλυτα χωρίς ρήμα που εξυπακούεται σημαίνει αποπομπή, διώξιμο: Έξω οι προδότες.4. έναρθρα με σημασία, α. ουσιαστικού σημαίνει η εξωτερική όψη ή το εξωτερικό μέρος πράγματος: Το έξω του αβγού και το μέσα της ελιάς (παροιμ.). β. επιθέτου σημαίνει που υπάρχει ή διαμένει στο εξωτερικό (στην ξενιτιά): Οι έξω Έλληνες.5. σε σύνθεση, ως β' συνθετ. με την πρόθ. από (ως α' συνθετ.): απέξω και απόξω, σημαίνει, α. θέση όχι μέσα σε κάτι, αποκλεισμό από κάτι: Ο που 'ναι απόξω απ' το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει (παροιμ.). β. κίνηση από τα εκτός προς τα εντός: Ήρθε πριν λίγο απέξω. γ. στην εξωτερική όψη: Απέξω κούκλα, μέσα πανούκλα (παροιμ.). δ. από μνήμη, με αποστήθιση: Τα ξέρει απέξω κι ανακατωτά. ε. (με διπλασιασμό απέξω απέξω), με υπαινιγμούς, με τρόπο: Του το 'φερε απέξω απέξω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.